- ντουμπλ φας
- το1. διπλή όψη2. (ως επίρρ.) με διπλή όψη, με δύο όψεις3. φρ. «ύφασμα ντουμπλ φας» — ύφασμα που έχει και τις δύο όψεις του φινιρισμένες έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν και οι δύο ως εξωτερικές όψεις ενδύματος, ενώ, συχνά, οι όψεις αυτές διαφέρουν ως προς το χρώμα ή το σχέδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. double-face].
Dictionary of Greek. 2013.